-
1 madde
ύλη, ουσία, υλική -
2 matière
ύλη -
3 materia
ύλη -
4 материал
1. (вещество, предмет, сырье, данные сведения источники) το υλικ/ό, η ύληводонепроницаемый - υδατοστεγα-νό/υδατοστεγές -воспроизводящий (яд.физ.) - αναπαραγωγήςвсплывающий - που επιπλέει, μη-βυθιζό-μενο -жаростойкий - см. жаропрочный -защитный - (яд.физ.) προστατευτικό -кислотоупорный - см. кислотостойкий -- σε φύλλαнасыпной - см - навалом неактивный - см. инертный -негативный кфт. - αρνητικό -огнеупорный - см. огнестойкий -отделочный - см. облицовочный -полировальный - λείαν-σης/γυαλίσματοςпрутковый - σε ράβδους/βέργεςсветочувствительный кфт. - ευαίσθητο στο φωςстроительный - οικοδομικό -, δομικό -сыпучий - χύδην/χύμαтонколистовой - τα ψιλά/λεπτά ελάσματαхрупкий - ψαθηρό -, εύθραυστο -2. см. материя( во 2 знач.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > материал
-
5 Wood
subs.Timber: P. and V. ὕλη, ἡ (Æsch., Ag. 497), ξύλον, τό.Wood of a ship: V. δόρυ, τό.In the deep foliage of the wood: V. ὕλης ἐν βαθυξύλῳ φόβῃ (Eur., Bacch. 1138).Roaming through woods, adj.: Ar. ὑλοδρόμος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wood
-
6 вещество
η ύλη, η ουσία, το υλικόвзрывчатое - εκρηκτική -, το εκρηκτικόдиамагнитное - το διαμαγνητικό υλικό/ουσίαдубящее - δεψική -, τανινή -костное - см. остеинминеральное - ορυκτή -, η μεταλλική ουσίαосаждающее - της κατακρήμνισης, το μέσον κατακρήμνι-σηςотравляющее - η δηλητηριώδης/τοξική ουσίαохлаждающее - ψυκτική -, το ψυκτικόпарамагнитное - το παραμαγνητικό υλικό/ουσίαрадиоактивное - η ραδιενεργός ουσία/υλικόсерое - (мозга) анат. η φαιά ουσίαсмазочное - το λιπαντικό, η λιπαντική ουσίαтвёрдое - η στερεά ουσία/ύληферромагнитное - το σίδηρο μαγνητικό υλικό/ουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вещество
-
7 вещество
-
8 горючее
-
9 жидкий
жидкий 1) υγρός ρευστός (текучий) \жидкийое топливо η υγρή καύσιμη ύλη 2) (водя нистый) νερουλός \жидкий кофе о ελαφρύς καφές* * *1) υγρός; ρευστός ( текучий)жи́дкое то́пливо — η υγρή καύσιμη ύλη
2) ( водянистый) νερουλόςжи́дкий ко́фе — ο ελαφρύς καφές
-
10 заправить
заправить, заправлять (горючим) εφοδιάζω με καύσιμη ύλη \заправиться (горючим ) παίρνω (или γεμίζω) βενζίνη* * *= заправлять -
11 материя
-
12 топливо
-
13 веицество
веицеств||ос ἡ ὕλη, ἡ οὐσία:органические \веицествоа οἱ ὁργανικές οὐσίες· красящие \веицествоа οἱ χρωστικές οὐσίες· взрывчатые \веицествоа οἱ ἐκκρηκτικές ὑλες· горючее \веицество ἡ καύσιμος ὕλη· отравляющие \веицествоа τά δηλητηριώδη ἀέρια, οἱ δηλητηριώδεις οὐσίες· обмен веществ физиол. ὁ μεταβολισμός. -
14 топливо
топливос ἡ καύσιμη [-ος] ὕλη, τό καύ-σιμο[ν]:жидкое \топливо ἡ ὑγρή καύσιμη ὕλη. -
15 горючий
-
16 движение
-я ουδ.1. κίνηση•вращательное движение περιστροφική κίνηση•
ритмическое движение ρυθμική κίνηση•
поступательное движение βαθμιαία κίνηση•
прийти в движение μπαίνω σε κίνηση•
нет материи без -я и движение без материи δεν υπάρχει ύλη χωρίς κίνηση και κίνηση χωρίς ύλη•
вечное движение η αέναη κίνηση της ύλης•
равномерное движение ομοιόμορφη κίνηση•
колебательное движение παλμική κίνηση•
резкое движение απότομη κίνηση.
|| κυκλοφορία•движение поездов η κίνηση των τραίνων•
трамвайное движение κίνηση των τραμ•
правила уличного -я οδικός κώδικας κυκλοφορίας•
товарное движение η κυκλοφορία εμπορευμάτων•
железнодорожное движение σιδηροδρομική κίνηση•
естественные -я сердца φυσιολογικές κινήσεις της καρδιάς.
2. κίνημα•революционное движение επαναστατικό κίνημα•
движение сторонников мира το κίνημα των οπαδών της ειρήνης•
национально-освободительное движение εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα•
забастовочное движение απεργιακό κίνημα•
движение сопротивления το κίνημα της αντίστασης•
аграрное движение αγροτικό κίνημα•
рабочее движение εργατικό κίνημα.
3. αύξηση, προσαύξηση•движение народонаселения η αύξηση του πληθυσμού.
-
17 материал
-а α.1. ύλη• υλικό•строительный материал οικοδομικό υλικό•
горячий материал καύσιμη ύλη•
упаковочный материал υλικό αμπαλαρίσματος (ύφασμα ή χαρτί)•
перевязочный материал υλικό επίδεσης (οι επίδεσμοι)•
сопротивление -ов αντοχή υλικών.
2. μτφ. πλθ. -ы, -ов στοιχεία, δεδομένα, πληροφορίες•-ы биографии Александра Великого υλικά βιογραφίας του Μέγα Αλέξανδρου•
-ы съезда υλικά του συνεδρίου.
3. ύφασμα, πανί. -
18 obje
1. αντικείμενο, ύλη, πράγμα2. αντικείμενο, ύλη, πρίγμα -
19 агрессивный
1. (связанный с агрессией) επιθετικός 2. (о веществе или воздействии) διαβρωτικός (π.χ. η ύλη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > агрессивный
-
20 волластонит
ο βολαστονίτης, Ca3(Si309), (πυριτικό ασβέστιο, η πρώτη ύλη της κεραμικής).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > волластонит
См. также в других словарях:
Ύλη — (hyle) (греч.) материя, вещество, материал. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
Ὕλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕλῃ — Ὕλη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
ύλη — η 1. κάθε ουσία με διαστάσεις και βάρος που υπάρχει στο χώρο, που είναι διαιρετή, μπορεί να πάρει κάθε σχήμα και αποτελεί το αντικείμενο των αισθήσεών μας. 2. το υλικό με το οποίο είναι κατασκευασμένο ή από το οποίο αποτελείται κάτι, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὕλη — ὕ̱λη , ὕλη forest fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὗλις mud fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὕ̱λη , ὑλάω bark imperf ind act 3rd sg (doric) ὑλάω bark pres imperat act 2nd sg (doric) ὕ̱λη , ὑλάω bark imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕλῃ — ὕ̱λῃ , ὕλη forest fem dat sg (attic epic ionic) ὕληι , ὗλις mud fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφυλισμένη ύλη — Ύλη σε πολύ πυκνή κατάσταση που μπορεί να εξασκήσει πίεση εξαιτίας κβαντομηχανικών φαινομένων. Η ε.ύ. βρίσκεται στους λευκούς νάνους και στους αστέρες νετρονίων των οποίων η απομένουσα μάζα, μετά την έκρηξη, έχει πυκνότητα της τάξης των… … Dictionary of Greek
διαστρική ύλη — Η διάχυτη ύλη που βρίσκεται μεταξύ των διαφόρων αστέρων. Από την εποχή του Γαλιλαίου, όταν οι αστρονόμοι απέκτησαν τη δυνατότητα να παρατηρούν και να ερευνούν τον ουρανό με τηλεσκόπια, κατόρθωσαν να διακρίνουν διάφορα λευκά φωτεινά νέφη σε πολλά… … Dictionary of Greek
μεσοαστρική ύλη — (Αστρον.). Ύλη που βρίσκεται στο μεσοαστρικό διάστημα και που συγκεντρώνεται σε σύννεφα ακανόνιστου σχήματος και κατανομής. Αποτελείται από αέριο ή σκόνη και είναι πολύ αραιότερη από την ύλη των νεφελωμάτων. Η μεσοαστρική σκόνη αποτελείται από… … Dictionary of Greek
πρώτη ύλη — Aπό τεχνικοοικονομική έννοια πρώτες ύλες είναι τα καταναλωτικά αγαθά, που καταναλώνονται από μια επιχείρηση για παραγωγικούς σκοπούς, δηλαδή εκείνα που βρίσκονται στη βάση των διαδικασιών μεταποίησης (στάρι, βαμβάκι, μεταλλεύματα) και εκείνα που… … Dictionary of Greek